- βιοδώτωρ
- βῐο-δώτωρ, ορος, ὁ, = foreg., ib.73.2, IG3. 239.2 furnishing a livelihood, [ναῦς] AP7.585 (Jul.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βιοδώτορα — βιοδώτωρ furnishing a livelihood masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοδώτορι — βιοδώτωρ furnishing a livelihood masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοδώτορος — βιοδώτωρ furnishing a livelihood masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοδώτης — και βιοδώτωρ, ο (θηλ. βιοδώτις, ιδος, η) (Α) ο βιοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + δώτης < δίδωμι (πρβλ. αδώτης)] … Dictionary of Greek